παράδρομα

παράδρομα
παράδρομος
that may be run through
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παράδρομα — βλ. παράδρομος …   Dictionary of Greek

  • παραδρομάς — παραδρομά̱ς , παραδρομή running beside fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδρομος — ο / παράδρομος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παράδρομος δρόμος που βρίσκεται παράλληλα σε κεντρική λεωφόρο αρχ. 1. αυτός διά μέσου τού οποίου μπορεί να περάσει κάποιος 2. αυτός που απλώνεται πλάι σε κάτι, αυτός που εκτείνεται κατά μήκος 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”